ἐπανακυκλήσεις

ἐπανακυκλήσεις
ἐπανακύκλησις
return
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐπανακύκλησις
return
fem nom/acc pl (attic)
ἐπανακυκλέω
recur
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπανακυκλέω
recur
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επανακύκλησις — ἐπανακύκλησις και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) [επανακυκλώ] περιστροφή κύκλου στον εαυτό του, περιστροφή κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», Πλάτ.) μσν. (για μετεμψύχωση) κύκλος, περιστροφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”